μύγμα

μύγμα
μύγμα, τὸ (Α)
1. μούγκρισμα
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μύγματα
καταξέσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυγ- τού μύζω (Ι) «μουγκρίζω, βογγώ» + κατάλ. -μα (πρβλ. μυγμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”